Γιαννιτσα

Τα Γιαννιτσά είναι μια πόλη που βρίσκεται επί της Εγνατίας οδού, κοντά στην αποξηραμένη πλέον λίμνη των Γιαννιτσών. Στη σύγχρονη φάση της ιστορίας της χτίστηκε από τους Οθωμανούς το 1380.

Πρόσφατες ανασκαφές έδειξαν ότι η περιοχή των Γιαννιτσών κατοικείται από τα τέλη της 7ης χιλιετίας π.Χ. και κατά τη διάρκεια των μεταγενέστερων εποχών του χαλκού, του Σιδήρου, και στην Ιστορική Εποχή. Συγκεκριμένα βρέθηκαν σπουδαίοι αρχαίοι οικισμοί στον Πενταπλάτανο και στο Αρχοντικό.

Στη βυζαντινή εποχή στη θέση Παλαιά Αγορά των Γιαννιτσών υπήρχε σημαντικός οικισμός, που εκτεινόταν βορείως της Εγνατίας οδού. Ο οικισμός αυτός πιθανότατα ονομαζόταν Βαρδάρι

Η πόλη κατά την Τουρκοκρατία

Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις από τους ιστορικούς, όσον αφορά τον ακριβή χρόνο κατάκτησης της πόλης από τους Τούρκους. 'Αλλοι τοποθετούν την κατάκτηση των Γιαννιτσών από τους Τούρκους με επικεφαλείς τον Γαζή Αχμέτ Έβενος Μπέη το 1362 και άλλοι το 1385. Σίγουρα καταλήφθηκε από τους Τούρκους, πριν πέσει στα χέρια τους η Θεσσαλονίκη (1430) και η Κωνσταντινούπολη (1453) τον καιρό του Σουλτάνου.

Η ιστορία των Γιαννιτσών τουλάχιστον από την άποψη της ονομασίας της περιοχής, αρχίζει συγχρόνως με την Τουρκοκρατία. Διότι από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας αναφέρεται για πρώτη φορά το τοπωνύμιο Γιαννιτσά σε διάφορους τύπους.

Αρκετοί υποστηρίζουν ότι το όνομα της πόλης αρχικά ήταν τουρκογενές δηλαδή Γενιτζε ( νέα πόλη ) ή Γενιτζε Βάρδα. Σύμφωνα με τα επιχειρήματα του γερμανού ιστορικού Χάμμερ ο Τούρκος στρατηγός Έβρενος Μπέη ίδρυσε πάνω στο ερειπωμένο κάστρο του Βαρδαρίου μια νέα τουρκική πόλη το Γενιτζέ Βάρδα. Ωστόσο, το πιθανότερο είναι ότι η προέλευση του τοπωνυμίου είναι ελληνική. Το υποστήριξε με τεκμήρια ο μεγάλος γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζηδάκης. Είπε ότι το όνομα της πόλης προέρχεται έμμεσα από το γνωστό αντρικό όνομα Γιάννης ( ο Γιάννης-ο Γιαννιτσά-ο Γιαννιτσά-τα Γιαννιτσά) όπως ήταν συνήθεια στα ύστερα βυζαντινά χρόνια. Επίσης, υποστήριξε ότι οι Τούρκοι στα πρώτα εκείνα χρόνια των κατακτήσεών τους, δεν είχαν την ευκαιρία και δυνατότητα να βαπτίζουν ή να μεταβαπτίζουν πόλεις.

Διαφορετικές είναι οι απόψεις σχετικά με την εθνικότητα των κατοίκων της περιοχής, δηλαδή αν ήταν αμιγώς τούρκικη πόλη. Οι πληροφορίες που μας δίνουν οι δυο Τούρκοι συγγραφείς που πέρασαν από τα Γιαννιτσά τον 17ο αιώνα, ο Χατζή-Κάλφας και ο Εβλιγιά-Τσελεμπή, παρουσιάζουν τα Γιαννιτσά ως καθαρά τούρκικη πόλη. Αλλά σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, προερχόμενες από τα Βενετικά αρχεία, η πόλη κατοικείτο όχι μόνο από μουσουλμάνους αλλά και από Έλληνες. Αυτές οι πληροφορίες είναι κατά έναν αιώνα περίπου παλαιότερες. Επίσης σύμφωνα με παλιά στατιστικά δεδομένα κατοικείτο και από λίγους Εβραίους. Στους μεταγενέστερους αιώνες της τουρκοκρατίας όλες οι πληροφορίες μιλούν για χριστιανούς και μουσουλμάνους κατοίκους και μόνο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα κάποιοι ξένοι περιηγητές κάνουν λόγο για Σλάβους ή Βουλγάρους. Αυτός ο μικτός πληθυσμός της πόλης σύμφωνα μα τις πολυπληθείς πληροφορίες, σε όλο το διάστημα των 5 αιώνων της τουρκοκρατίας, κυμαίνονταν από 4.000 ως 10.000!

Οι χριστιανοί κάτοικοι της πόλης σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ήσαν δίγλωσσοι. Στην καθημερινή τους κουβέντα για λόγους ευκολίας είχαν συνηθίσει να χρησιμοποιούν ένα σλαβοφανές γλωσσικό ιδίωμα, ενώ ήξεραν και τα ελληνικά. Οι μουσουλμάνοι μιλούσαν τα τούρκικα.

Η οικονομία τους στηρίζονταν κυρίως στη γεωργική παραγωγή με κύρια προϊόντα με καπνό, τα δημητριακά, τα αμπέλια. Ανάμεσα στα επαγγέλματα, μπορούμε να αναφέρουμε αυτά που σχετίζονται με την παλιά λίμνη (ψαράδες Ψαθάδες) Το παζάρι των Γιαννιτσών γινόταν κάθε Πέμπτη και ήταν το μεγαλύτερο της Μακεδονίας. Πολύ γνωστή όμως ήταν και η εμποροπανήγυρη-ζωοπανήγυρη των Γιαννιτσών που γινόταν στις αρχές Οκτωβρίου και συγκέντρωνε εμπόρους και επισκέπτες όχι μόνον από την Μακεδονία αλλά και τις άλλες περιοχές της Βαλκανικής.

Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της τουρκοκρατίας τα Γιαννιτσά θεωρούνταν από τους μουσουλμάνους και κυρίως από τους φανατικούς Γιουρούκους, ως ιερή πόλη. Αυτό οφειλόταν στο ότι ήταν θαμμένος στην πόλη ο μεγάλος τους πολέμαρχος Γαζή Αχμέτ Έβενος Μπέη σε μεγαλοπρεπές μαυσωλείο και ο σεβαστός τους σεΐχης Ιλαχή. Επειδή, από την μια ήταν ιερή πόλη των Τούρκων και από την άλλη βρισκόταν σε σπουδαία στρατηγικοί θέση, δηλαδή ανάμεσα στο βουνό Πάικο, στη λίμνη των Γιαννιτσών και στο δρόμο Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου, οι Τούρκοι διατηρούσαν πάντοτε σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις και αποτελούσε αξιόλογο στρατηγικό κέντρο. Για τους λόγους αυτούς στη μάχη των Γιαννιτσών (1912) οι Τούρκοι αντέταξαν εδώ λυσσώδη αντίσταση.

Από το Μακεδονικό Αγώνα ως τη μάχη των Γιαννιτσών

Η Οθωμανική κατάκτηση της Μακεδονίας που ολοκληρώνεται κατά το 15ο αιώνα επέφερε μεγάλες αλλαγές στον πληθυσμό των Βαλκανίων γενικά και στη Μακεδονία ειδικότερα. Η εγκατάσταση κυρίως στην κεντρική Μακεδονία Τουρκομανικών πληθυσμών και οι μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις Ελλήνων, Βουλγάρων και Σέρβων που ακολουθούν δημιουργούν ένα ιδιόμορφο πληθυσμιακό ανάγλυφο.

Από το 18ο αιώνα η πολύπλευρη άνοδος του Ελληνικού στοιχείου είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση της Ελληνικής επιρροής σε αυτήν την περιοχή. Με την ίδρυση, όμως το 1870 ανεξάρτητης Βουλγαρικής εκκλησίας γνωστής ως εξαρχίας αρχίζει ανοικτά ο ελληνοβουλγαρικός ανταγωνισμός για επικράτηση στη Μακεδονία. Στην πραγματικότητα ο ανταγωνισμός αυτός επικεντρώθηκε στην προσπάθεια εδραίωσης της εθνικής ταυτότητας στις σλαβόφωνες μάζες που κατοικούσαν στην κεντρική ζώνη της Μακεδονίας]Πιο ειδικά οι Βούλγαροι επιδιώκοντας την απόσπαση των ελληνικών πληθυσμών από το οικουμενικό πατριαρχείο και την προσάρτηση τους στην Εξαρχία με τελικό στόχο τον εκβουλγαρισμό τους, οργανώνουν επαναστατικές επιτροπές γνωστές ως κομιτάτα και επιβάλλουν καθεστώς τρομοκρατίας.

Μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 οι Βούλγαροι κατάφεραν να προσεταιρισθούν ένα μεγάλο μέρος του σλαβόφωνου πληθυσμού της ζώνης αυτής. Έτσι, το 1904 στη γιορτή του προφήτη Ηλία πραγματοποιήθηκε η εξέγερση γνωστή ως Ίλιντεν που όμως γρήγορα πνίγηκε στο αίμα από τον Τουρκικό στρατό. Η εξέγερση αυτή, που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή πολλών ελληνικών κοινοτήτων και κωμοπόλεων, οδήγησε τους Έλληνες στη συνειδητοποίηση της αδήριτης ανάγκης για ανάληψη ένοπλου αγώνα ενάντια στους Τούρκους και Βουλγάρους δυνάστες.

Τα πρώτα δείγματα της επίσημης ανάμειξης της ελληνικής κυβέρνησης ήταν η αποστολή στη Μακεδονία το 1903 αξιωματικών του ελληνικού στρατού για τη διερεύνηση της επικρατούσας κατάστασης. Το ουσιαστικότερο έναυσμα, όμως για την ενεργότερη παρέμβαση του Ελληνικού κράτους έδωσε τον Οκτώβριο του 1904 ο άδικος θάνατος του Παύλου Μελά. Η απήχηση του θανάτου του ήταν μεγάλη. Εθελοντικά από όλη την Ελλάδα, τη Μάνη, το Μοριά, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Κρήτη έσπευσαν τότε να επανδρώσουν τα αντάρτικα σώματα που συγκροτούσε στην Αθήνα το Μακεδονικό κομιτάτο. Η τύχη της Μακεδονίας γινόταν πια υπόθεση κάθε Έλληνα.

Η αδιαφιλονίκητη μαχητική ικανότητα των Ελλήνων ανταρτών και η συντονισμένη δράση των ένοπλων ελληνικών σωμάτων με τον ντόπιο Ελληνισμό παρά τις αντίξοες συνθήκες επέβαλαν, κυρίως μετά το 1905, τον πλήρη έλεγχο σε ολόκληρη τη νότια και μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας. Κανείς Μακεδόνας δεν έμεινε έξω από αυτόν τον αγώνα. Δεν είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι τίποτε δε θα είχε επιτευχθεί χωρίς τη συνδρομή του Ελληνικού ελληνόφωνου, Βλαχόφωνου και Αλβανόφωνου πληθυσμό.

Ο ένοπλος Μακεδονικός Αγώνας ανακόπηκε τον Ιούλιο του 1908 από την επανάσταση των Νεότουρκων που ανέτρεψε το απολυταρχικό Σουλτανικό καθεστώς. Οι Νεότουρκοι έδωσαν υποσχέσεις για ισοπολιτεία όλων των εθνοτήτων. Με αυτές τις συνθήκες ο τετραετής ένοπλος αγώνας στη Μακεδονία τερματίστηκε. Γρήγορα όμως όλες αυτές οι υποσχέσεις καταπατήθηκαν, γιατί η πολιτική που ακολουθήθηκε τελικά από τους Νεότουρκους ήταν πολιτική εκτουρκισμού των διαφόρων εθνοτήτων που ζούσαν στα εδάφη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας.

Η πολιτική του Βενιζέλου στην περίοδο αυτή χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να αποφευχθεί κάθε ένταση στις σχέσεις με την Τουρκία. Όμως οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα ενεργοποιούν την Ελληνική κυβέρνηση. Η Ρωσία φοβούμενη τον γερμανικό επεκτατισμό προς ανατολάς πείθει τους Σέρβους και τους Βουλγάρους να παραμερίσουν τις διαφορές τους για τη Μακεδονία ( Η Βουλγαρία θέλει αυτόνομη τη Μακεδονία ενώ η Σερβία επιθυμεί να την προσαρτήσει ) και να συνάψουν συμμαχία κατά της Τουρκίας.

Η Ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν δυνατό να παραβλέψει τα κυριαρχικά δικαιώματα της στο μακεδονικό και θρακικό χώρο. Μια ενδεχόμενη νίκη των Σερβοβουλγάρων θα τους έδινε το δικαίωμα να διαμοιραστούν τα εδάφη αυτά. Έτσι, το Μάιο του 1912 υπογράφει αμυντική συμμαχία με τη Βουλγαρία. Το Βαλκανικό μέτωπο κατά της Τουρκίας ήταν γεγονός. Η Ελλάδα αναδιοργανωμένη με ισχυρό στρατό ήταν έτοιμη να αρχίσει τον αγώνα για την απελευθέρωση του αλύτρωτου Ελληνισμού. Η έναρξη του Α' Βαλκανικού πολέμου( Οκτώβριος 1912) σημειώνεται μετά την επίσημη απόρριψη από την τουρκική κυβέρνηση των αιτημάτων των Βαλκανικών συμμάχων για διασφάλιση της εθνικής αυτονομίας των εθνοτήτων που ζούσαν μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Ο Ελληνικός στρατός με αρχιστράτηγο τον Κωνσταντίνο εξόρμησε στις 5 Οκτωβρίου από τα Θεσσαλικά σύνορα και μια εβδομάδα αργότερα καταλαμβάνει και απελευθερώνει περιοχές όπως Σέρβια, Κοζάνη, Γρεβενά, Κατερίνη, Έδεσσα.

Στις 19 Οκτωβρίου βρίσκεται δυτικά των Γιαννιτσών. Οι Τουρκικές αρχές της περιοχής, όταν έμαθαν ότι η Ελληνική δύναμη πλησιάζει κάλεσαν τους προύχοντες της Ελληνικής κοινότητας, προκειμένου από κοινού να οργανώσουν την υποδοχή του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και να παραδώσουν την πόλη αμαχητί. Με την άφιξη, όμως ισχυρών τουρκικών στρατευμάτων η κατάσταση άλλαξε εντελώς.

Το ελληνικό στρατηγείο περίμενε να συναντήσει τους Τούρκους οχυρωμένους στην ανατολική όχθη του Αξιού. Αντίθετα οι Τούρκοι αποφάσισαν να δώσουν μάχη στις φυσικές οχυρές θέσεις των λόφων δυτικά της πόλης των Γιαννιτσών. Ο στρατός μας αιφνιδιάστηκε, γιατί υπήρξε έλλειψη στρατηγικού επιτελικού σχεδίου. Επιπλέον, ήταν σοβαρά ταλαιπωρημένος από την εξαντλητική πορεία τόσων ημερών. Όμως, το ηθικό τους ήταν αρκετά υψηλό ύστερα από τις μεγάλες νίκες ενώ τους φλόγιζε την ψυχή η θέληση να ελευθερώσουν τη Θεσσαλονίκη πριν από τους Βουλγάρους.

Η μάχη των Γιαννιτσών εξελίσσεται όλη την ημέρα της 19 Οκτωβρίου κάτω από καταρρακτώδη βροχή και σταματά αργά τη νύχτα. Την επόμενη ημέρα 20 Οκτωβρίου ξανάρχισαν οι κανονιοβολισμοί. Γύρω στις 8. 45 π.μ. το ένατο ευζωνικό τάγμα με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη Κ. Παπαδόπουλο κατόρθωσε να καταλάβει το ύψωμα των νεκροταφείων της πόλης στη Μητρόπολη. Οι υπόλοιπες γραμμές των Τούρκων με κίνδυνο να περικυκλωθούν ύστερα από την είδηση ότι στα βόρεια έσπασε το μέτωπο τράπηκαν σε φυγή προς τη Θεσσαλονίκη ,όπου και οχυρώθηκαν.

Η μάχη των Γιαννιτσών υπήρξε η πιο φονική μάχη των Βαλκανικών πολέμων και μια από τις σπουδαιότερες του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, καθώς άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί για τον ελληνικό στρατό νέο τίτλο τιμής και δόξας, γράφει στην ημερήσια διαταγή της στρατιάς ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος. Πρόκειται για μεγαλούργημα του ελληνικού στρατού, αφού κατά τις κρίσεις των ξένων στρατιωτικών θα απαιτούνταν υπερδιπλάσιες δυνάμεις με ισχυρό πυροβολικό, για να εκτοπίσουν τους Τούρκους από τις ισχυρές τους θέσεις.

Δεκατρία χρόνια μετά τη μάχη, προς τιμή όλων όσων αγωνίσθηκαν στήθηκε στα Γιαννιτσά το έργο του γλύπτη Γρηγορίου Ζευγώλη που είναι γνωστό ως Ηρώο των Γιαννιτσών ή όπως συνηθίζουμε να το αποκαλούμε Μαύρο άγαλμα. Το σύμπλεγμα παριστάνει το φτερωτό χρόνο που γράφει στις δέλτους της ιστορίας, ως προσωποποίηση της ίδιας της ιστορίας, και στα πόδια του η μάνα- η μητέρα Ελλάδα έχει αγκαλιάσει το σκοτωμένο γιο της στρατιώτη.

Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι ο ηρωικός αγώνας και η θυσία των Μακεδονομάχων προετοίμασε την ήττα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ ο γενναίος Ελληνικός στρατός την ολοκλήρωσε και χάρισε την πολυπόθητη ελευθερία στη μαρτυρική Μακεδονία

Κατοχή και ομαδική θυσία

Στην εθνική και λαϊκή ανάταση της Αντίστασης κατά των Γερμανών κατακτητών, η πόλη των Γιαννιτσών και η περιοχή κατέχουν μια ιδιαίτερα τιμητική θέση και σε αγωνιστική προσφορά και σε θυσίες. Στα Γιαννιτσά, που από την επαύριον της χιτλερικής εισβολής αρχίζουν έναν συνεχή αγώνα αντίστασης, ανήκει η μεγάλη, η ξεχωριστή τιμή και περηφάνια ότι δεν έδωσαν στον κατακτητή ούτε έναν οπλισμένο συνεργάτη και προδότη. Αντίθετα έδωσαν με καρτερία και εθνική αξιοπρέπεια πολλά θύματα.

Πάνω από 200 είναι οι Γιαννιτσώτες που πρόσφεραν τη ζωή τους και πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της ελληνικής ελευθερίας . Πιο ειδικά λίγο πριν την απελευθέρωση των Γιαννιτσών, στις 14 Σεπτεμβρίου 1944, οι συνεργάτες των Γερμανών και ταγματασφαλίτες, με επικεφαλής τους τον Πούλο, Σκαπέρδα και Σίαρη βρίσκουν ευκαιρία και διαπράττουν στα Γιαννιτσά ένα από τα πιο φρικιαστικά κακουργήματά τους. Από τα βαθιά χαράματα μπλοκάρουν την πόλη των Γιαννιτσών και ως το μεσημέρι συγκεντρώνουν κάπου 3.000 άνδρες από 12-80 ετών στο προαύλιο του Α΄ Δημοτικού Σχολείου. Στη συνέχεια, αφού υποχρεώνουν περίπου δέκα μελλοθάνατους να ανοίξουν έναν τεράστιο λάκκο, σφαγιάζουν μέσα και έξω από τον σκαμμένο τάφο με πρωτάκουστη θηριωδία 114 άτομα κάτω από την επιστασία του Γερμανού φρουράρχου Σούμπερτ. Από όλους αυτούς τους τιμημένους νεκρούς μας , πρέπει να υπογραμμίσουμε την πατριωτική στάση του τότε Δημάρχου Γιαννιτσών Θωμά Μαγκριώτη. Στη μνήμη αυτών των θυμάτων στήθηκε το μνημείο του ομαδικού τάφου, στην οδό 14ης Σεπτεμβρίου, βόρεια της πλατείας Γκόνου Γιώτα. Πάνω σε μαρμάρινη στήλη αναγράφονται τα ονόματα των νεκρών.

Τα Γιαννιτσά απελευθερώθηκαν από τους Γερμανούς στις 17-18 Οκτωβρίου 1944.

Από τις εργασίες μαθητών της Γ' Γυμνασίου για την τοπική Ιστορία